ο σήμα για μια μακρά περίοδο μετεκλογικών “οδυνών” προκειμένου να γεννηθεί ο νέος συνασπισμός που θα οδηγήσει τη γερμανική “μηχανή” στη νέα εποχή έδωσαν χθες με την ψήφο τους οι Γερμανοί ψηφοφόροι.
Με καταμετρημένο το 100% το SPD συγκεντρώνει το 25,7% των ψήφων, το καλύτερο αποτέλεσμα που έχει καταγράψει από το 2002, την ώρα που CDU/CSU έλαβαν 24,1% (–8,9% σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογές), σημειώνοντας τη χειρότερη επίδοση στην ιστορία τους, έπειτα από 16 χρόνια στην κυβέρνηση.
Οι Πράσινοι καταγράφουν το υψηλότερο ποσοστό από ιδρύσεως του κόμματος, εξασφαλίζουν το 14,8% των ψήφων και αναδεικνύονται σε τρίτη δύναμη της Μπούντεσταγκ, της ομοσπονδιακής κάτω Βουλής.
Το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) βελτιώνει τη θέση του, συγκεντρώνοντας το 11,5% των ψήφων. Το ξενοφοβικό, ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) πέφτει από την τρίτη στην πέμπτη θέση, με το 10,3% των ψήφων. Το κόμμα Η Αριστερά πέφτει στο 4,9%.
Η ετυμηγορία της κάλπης ήταν μια τεράστια προσωπική νίκη για τον Όλαφ Σολτς που απέδειξε πως κατάφερε να δώσει “πνοή ζωής” στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, SPD, και μια τεράστια ήττα για τους Χριστιανοδημοκράτες, του CDU, που με την καθίζηση του ποσοστού τους τελειώνει, και για τη Γερμανία, η εποχή των μεγάλων κομμάτων ευρείας λαϊκής βάσης.
Πλέον το λόγο έχουν οι διαβουλεύσεις μεταξύ των κομμάτων για την κατάληξη σε συμφωνία κυβερνητικού συνασπισμού.
Το σενάριο που φαίνεται να διερευνάται κατ’ αρχήν είναι ο συνασπισμός «φωτεινός σηματοδότης» -όπως αποκαλείται λόγω του χρώματος που δηλώνει έκαστο κόμμα- με SPD συν τους εταίρους τους, τούς Πράσινους, και τους Φιλελεύθερους (FDP), που όμως θεωρούνται προνομιακοί εταίροι του SPD.
Οι όποιες ζυμώσεις δεν αναμένονται εύκολες καθώς Πράσινοι και Φιλελεύθεροι δείχνουν να “αλληλοεξουδετερώνονται” σε διάφορους τομείς, με προεξάρχοντα αυτόν της εξωτερικής πολιτικής.
Ήδη ο επικεφαλής του FDP Κριστιάν Λίντνερ ζήτησε συνάντηση πρώτα με τους Πράσινους της Αναλένα Μπέρμποκ για μια προκαταρκτική συζήτηση προκειμένου να διαπιστωθούν αν και πού υπάρχουν προγραμματικές συγκλίσεις.
Σημαντικό δεδομένο στο εν λόγω ζήτημα αποτελεί το γεγονός ότι αμφότερα τα κόμματα είναι καιρό μακριά από την εξουσία και θέλουν να κυβερνήσουν, και προεκλογικά ήταν σαφές ότι άφηναν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο τον πρώτο λόγο έχει το πρώτο κόμμα, που βαρύνει ανάλογα την “πλάστιγγα”, και οι διαβουλεύσεις με τον Όλαφ Σολτς.
Το παρασκήνιο αναμένεται ιδιαίτερα έντονο, καθώς η όποια συμφωνία μεταξύ των τριών πρέπει να είναι επαρκώς “στεγανοποιημένη” ώστε να μην τιναχθεί στον αέρα από τις διαδικασίες εσωκομματικών δημοψηφισμάτων που χαρακτηρίζουν Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινους.
Οι συγκλίσεις αυτές δεν θα είναι εύκολες αλλά φαντάζουν οι πιο πιθανές.
“Το αποτέλεσμα μάς δίνει καθαρή λαϊκή εντολή για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Οι πολίτες θέλουν αλλαγή” δήλωσε ο Σολτς.
Από την πλευρά του πάντως ο επικεφαλής του CDU Αρμιν Λάσετ δεν εμφανίζεται διατεθειμένος να εγκαταλείψει την κούρσα για τον θώκο της καγκελαρίας, αλλά και για το σχηματισμό κυβέρνησης.
“Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για τον σχηματισμό κυβέρνησης υπό την ηγεσία των CDU-CSU διότι η Γερμανία χρειάζεται τώρα συνασπισμό εκσυγχρονισμού” είπε.
Τόσο ο κ. Λάσετ όσο και ο κ. Σολτς ζήτησαν η επόμενη κυβέρνηση να βρίσκεται στη θέση της πριν από τα Χριστούγεννα. Το 2017 πάντως χρειάστηκαν 171 ημέρες για να συμφωνήσουν CDU/CSU και SPD να σχηματίσουν ακόμη έναν «μεγάλο συνασπισμό», μόνο αφού κατέρρευσαν οι συνομιλίες για συνασπισμό «Τζαμάικα», με πρωτοβουλία του Κρίστιαν Λίντνερ.
Να σημειωθεί ότι η Ομοσπονδιακή Βουλή, Μπούντεσταγκ, μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης θα κληθεί να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στον καγκελάριο ως πρόσωπο, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα ήρθε πρώτο. Μέχρι στιγμής η μεταπολεμική γερμανική ιστορία έχει τρία παραδείγματα ανάδειξης καγκελάριου της χώρας από τις τάξεις του δεύτερου κόμματος, εντούτοις όλοι περιμένουν να δουν τον Όλαφ Σολτς να διαδέχεται την Άνγκελα Μέρκελ.
Τα αποτελέσματα ήταν τα καλύτερα για το SPD από το 2002. Αντιθέτως CDU-CSU υποχώρησε κατά έξι μονάδες από εκείνα του 2017.
Πόλος σταθερότητας στην εποχή της κυρίας Μέρκελ, η Γερμανία πλέον εισέρχεται σε πολύ πιο απρόβλεπτη φάση.