Μία εναλλακτική πρόταση στην έκθεση της “επιτροπής Πισσαρίδη” παρουσίασε πρόσφατα το ΙΝΕ -ΓΣΕΕ σε συνεργασία με το ΚΑΝΕΠ / ΓΣΕΕ . Η έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ έχει τίτλο “Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης. Μια εναλλακτική πρόταση στην Έκθεση Πισσαρίδη”.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ
Οι πολιτικές για την εκπαίδευση είναι επιβεβλημένο να συνδέονται με την ισότητα των ευκαιριών, τον εκδημοκρατισμό, την κοινωνική δικαιοσύνη, την ενίσχυση και τη φροντίδα των ασθενεστέρων, την ομαλή ροή των ρυθμών χρηματοδότησης των δημόσιων υποδομών, την αύξηση των δαπανών για τη δημόσια εκπαίδευση, την ενίσχυση των επενδύσεων σε ανθρώπινο δυναμικό, την ανάπτυξη δράσεων για την έρευνα, την καινοτομία, την παραγωγή νέας τεχνογνωσίας κ.ά.
Στην Ελλάδα η συστηματική μείωση των δαπανών για την εκπαίδευση υπήρξε απόλυτα επιδραστική.
Διαμόρφωσε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες όχι μόνο για το σύνολο της χώρας, αλλά κυρίως για τους πιο ευαίσθητους κρίκους του κοινωνικού της ιστού, με αποτέλεσμα τη βύθιση της χώρας σε μια πολυετή κρίση, γεγονός που επηρέασε ευθέως τη δομή και τη λειτουργία του εκπαιδευτικού μας συστήματος
Επίμονα προβάλλεται ότι το μέγεθος των σχολείων και τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα στη χώρα μας είναι προβληματικά.
Η διαπίστωση αυτή αναμφίβολα αποσκοπεί στην ανάδειξη της σχέσης μαθητών ανά εκπαιδευτικό αφήνοντας να εννοηθεί πως η αναλογία αυτή θα πρέπει να αλλάξει ή να οδηγηθούμε σε συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων για την αναπροσαρμογή της αναλογίας μαθητών και εκπαιδευτικών.
Η προτροπή αυτή αγνοεί τη γεωγραφική και την κοινωνική μορφολογία του ελλαδικού χώρου (νησιωτικές, απομακρυσμένες, υποβαθμισμένες περιοχές κ.ά.), των οποίων η εκπαιδευτική ενίσχυση απαιτείται να αποτελεί εθνική προτεραιότητα.
Ταυτόχρονα, αποκρύπτει την ευνοϊκή σχέση μεταξύ μεγέθους σχολικής μονάδας και εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων, αφού η ποιότητα της εκπαίδευσης είναι σύμφυτη με τις μικρές σχολικές μονάδες, τις ολιγάριθμες σχολικές τάξεις, τα μικρά ακροατήρια. Χωρίς καμία αμφιβολία, οι συνθήκες της εκπαιδευτικής «μικροκλίμακας» ευνοούν ευθέως την επικοινωνία, τη διδακτική στήριξη, την παιδαγωγική ενθάρρυνση, τη διαδραστικότητα, την ίδια τη μάθηση και γενικότερα την αυτοανάπτυξη των μαθητών.
Η «αυτονομία»
Η αυτονομία όπως τεκμηριώνεται στη συλλογιστική της Έκθεσης Πισσαρίδη ταυτίζεται καταχρηστικά με ένα μείγμα πρακτικών που αναφέρονται στο ιδεολόγημα μιας παρωχημένης στρατηγικής, η οποία, όπου εφαρμόστηκε, περισσότερα προβλήματα προκάλεσε, παρά έλυσε.
Συγκεκριμένα συνδέεται με: α) τη μεταφορά της χρηματοδότησης από το σχολείο στους γονείς των μαθητών, μέσω των vouchers και β) τη μεταφορά της εποπτείας της δημόσιας εκπαίδευσης από το κράτος στους δήμους και στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Ουσιαστικά και οι δύο αυτές επιλογές καταργούν στην πράξη τον ενιαίο χαρακτήρα της εκπαίδευσης, κατακερματίζουν την ισότητα της πρόσβασης και, μέσω του προσχήματος του ανταγωνισμού, της «ελεύθερης» επιλογής, της «ποιότητας» και της «αυτονομίας», επιφέρουν ένα σοβαρό πλήγμα στον καθολικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης, του οποίου εγγυητής παύει πια να είναι ο δημόσιος χώρος.
Χωρίς αμφιβολία οι πολιτικές που συνδέονται με την εφαρμογή των κουπονιών εκπαίδευσης (voucher) επέφεραν δραματικά αποτελέσματα στην πορεία των δημόσιων συστημάτων εκπαίδευσης σε χώρες όπου εφαρμόστηκαν. Πιο χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Βρετανίας, χωρών της Βαλτικής καθώς και Πολιτειών της Αμερικής όπου η εφαρμογή των voucher ενίσχυσε τη σχολική απομάκρυνση, τον αποκλεισμό των μειονοτήτων, την ανάδυση του εκπαιδευτικού ρατσισμού ανάμεσα σε «καλούς λευκούς» και «κακούς έγχρωμους» μαθητές, καθώς και την επέκταση του homeschooling (κατ’ οίκον διδασκαλία) με απόλυτα καταστροφικές επιπτώσεις στην κοινωνικοποίηση των παιδιών και των εφήβων.
Τριτοβάθμια – Απαξίωση πτυχίων
Αναφορικά προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση γίνεται πολύς λόγος για την απαξίωση των
πτυχίων και των διπλωμάτων, σε μια εποχή που η ανεργία των πτυχιούχων συνδέθηκε
με το μεταναστευτικό φαινόμενο του «brain drain». Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα είναι το
γιατί, ενώ στην Ελλάδα τα πτυχία δεν έχουν το αναμενόμενο αντίκρισμα, σε πολλές χώρες
του εξωτερικού αυτά είναι περιζήτητα; Γιατί οι δεξιότητες που αντιστοιχούν στα ελληνικά
πτυχία θεωρούνται ελλιπείς στην εγχώρια αγορά εργασίας, ενώ την ίδια στιγμή στο
εξωτερικό αναγνωρίζονται, μεταφέρονται, αξιοποιούνται και αμείβονται ικανοποιητικά;
Η κατάσταση αυτή σχετίζεται μονομερώς με μια ελληνική «ασθένεια του διπλώματος» ή
με μια συντονισμένη προσπάθεια απαξίωσης του δημόσιου πανεπιστημίου και αυτών που προσφέρει η ελληνική κοινωνία;
Την ίδια στιγμή γίνεται πολύς λόγος για τη διεθνοποίηση των ΑΕΙ, την αξιολόγηση
και την πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών όταν κανείς δεν αναφέρεται στο
πώς αξιοποιεί η πολιτεία τις εκθέσεις αξιολόγησης της Ανώτατης Εκπαίδευσης και τις
πιστοποιήσεις των προγραμμάτων σπουδών που διενεργούνται εδώ και χρόνια και στις
οποίες συμμετέχουν όλα τα ιδρύματα στη χώρα μας. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμία
σοβαρή ανατροφοδότηση για τα διαχρονικά ζητήματα των ελλείψεων σε υποδομές,
προσωπικό, χρηματοδότηση της έρευνας, κινητικότητας και εξωστρέφειας των ελληνικών
ΑΕΙ την ίδια στιγμή που υπάρχουν πανεπιστημιακά τμήματα με 2 μέλη ΔΕΠ ή τμήματα
που στεγάζονται πάνω από σουπερμάρκετ. Ποιος αναλογίζεται πως υπάρχουν δεκάδες
τμήματα με αρρύθμιστα ή απροσδιόριστα επαγγελματικά δικαιώματα, όταν κανείς δεν
αναλαμβάνει μια θεσμική πρωτοβουλία επίλυσης της διαρκούς ασάφειας που συσκοτίζει
την πραγματικότητα, αδικεί τους πτυχιούχους, σηματοδοτεί την έλλειψη αδιαφορίας για
την ποιότητα των σπουδών και των προοπτικών ανάπτυξής τους;
Αποτίμηση, ανατροφοδότηση, κοινωνική λογοδοσία
Η ουσιώδης διαδικασία δεν είναι δυνατό να αφορά μονομερώς τον δημόσιο χώρο και τα υποκείμενα που τον συγκροτούν χωρίς να περιλαμβάνει την κεντρική διοίκηση, τα στελέχη εκπαίδευσης αλλά και όσους λαμβάνουν τις αποφάσεις στο πεδίο της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Επιπροσθέτως, οφείλει να περιλαμβάνει και τον ιδιωτικό χώρο λόγω του ότι και αυτός απονέμει εκπαιδευτικά προσόντα, τίτλους σπουδών, επαγγελματικά δικαιώματα κ.ο.κ. την ίδια στιγμή που σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύεται περισσότερο ευαίσθητος και ευάλωτος σε ζητήματα τα οποία χρήζουν άμεσης κοινωνικής λογοδοσίας και δημόσιου ελέγχου.
Κατά συνέπεια, η επίκληση της κοινωνικής λογοδοσίας δεν θα πρέπει να προβάλλεται επιλεκτικά και να εργαλειοποιείται με στόχο τη χειραγώγηση, τον καταναγκασμό, την καλλιέργεια αισθήματος ανασφάλειας και την απαξίωση των εκπαιδευτικών. Αντίθετα, απαιτείται να αποκτήσει τη θέση που της αξίζει, όπως αρμόζει σε κάθε ευνομούμενη και συντεταγμένη κοινωνία με στόχο τη διαφάνεια, την αξιοπιστία, τον διαρκή και δημόσιο έλεγχο κάθε θεσμικού πεδίου που επιτελεί σημαντικές κοινωνικές λειτουργίες.
ΙΝΕ ΓΣΕΕ
ΣΥΝΤΑΞΗ