Σε σκληρή προσωπική μονομαχία ανάμεσα στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα θέλει να μετατρέψει το κυβερνητικό επιτελείο τις επερχόμενες κάλπες και γι’ αυτό άρχισε από τώρα εντατική προεκλογική εκστρατεία, έτσι ώστε μέχρι την άνοιξη, όπου όλα δείχνουν ότι θα διεξαχθούν οι εκλογές, οι πολίτες να έχουν τον χρόνο για να κάνουν τις συγκρίσεις ανάμεσα στους δύο μονομάχους.
Αξιοποιώντας και το θετικό κλίμα που αποτυπώνεται σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις, που δείχνουν ότι το προβάδισμα του νυν πρωθυπουργού έναντι του προκατόχου του είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από τη διαφορά που χωρίζει τη Ν.Δ. από τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου, το Μέγαρο Μαξίμου θεωρεί εφικτό τον στόχο της αυτοδυναμίας στις επαναληπτικές κάλπες που θα στηθούν μετά την πρώτη εκλογική αναμέτρηση, η οποία θα γίνει με την απλή αναλογική και εκτιμάται ότι κατά πάσα πιθανότητα θα αποβεί άκαρπη.
Παρά το γεγονός ότι έχει φουντώσει η συζήτηση για την ακριβή ημερομηνία της πρώτης κάλπης, από την οποία θα εξαρτηθεί και ο χρόνος διεξαγωγής της δεύτερης, στην οποία θα ισχύσει το νέο εκλογικό σύστημα με το κλιμακωτό μπόνους εδρών υπέρ του πρώτου κόμματος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει ανοίξει περαιτέρω τα χαρτιά του μετά τη σιβυλλική δήλωση ότι «μυρίζει ήδη εκλογές» που έκανε την περασμένη Κυριακή κατά τη διάρκεια μιας μίνι περιοδείας και επαφής με πολίτες στην Καλλιθέα. «Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν θα προκηρυχθούν πριν από την αλλαγή του χρόνου και ούτε θα γίνουν προτού παρέλθει το πρώτο δίμηνο της νέας χρονιάς», διαβεβαιώνουν αξιόπιστες πηγές που απηχούν το κλίμα στα ενδότερα του Μεγάρου Μαξίμου, διαψεύδοντας έτσι τα σενάρια τα οποία ήθελαν αμέσως μετά την ψήφιση του Προϋπολογισμού, στις 18 Δεκεμβρίου, να διαλυθεί η Βουλή. Συνομιλητές του πρωθυπουργού αναφέρουν ότι «έχει κατά νου και εξετάζει διάφορες πιθανές ημερομηνίες, αλλά δεν έχει λάβει οριστική απόφαση».
Οι κυκλωμένες ημερομηνίες
Ορισμένοι από τους συνεργάτες του παραπέμπουν σε μια παλαιότερη παραδοχή του ότι τις περισσότερες κρίσιμες αποφάσεις τις παίρνει όταν είναι «στα βουνά». Το είχε πει και είχε ισχύσει τα Χριστούγεννα του 2019, όταν επέλεξε για την Προεδρία της Δημοκρατίας την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, το όνομα της οποίας ανακοίνωσε αμέσως μετά τις γιορτές. «Τώρα τα πράγματα είναι αλλιώς», αντιτείνουν, πάντως, άλλα στελέχη του κυβερνητικού επιτελείου που προβάλλουν δύο λόγους -έναν τυπικό και έναν ουσιαστικό-, για τους οποίους η απόφαση του πρωθυπουργού για προκήρυξη θα ανακοινωθεί το τρίτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου:
*Ο τυπικός λόγος σχετίζεται με την αλλαγή των βουλευτικών εδρών που αναμένεται να επέλθει λόγω των πληθυσμιακών δεδομένων των εκλογικών περιφερειών που αποτυπώθηκαν στην τελευταία απογραφή. Αν οι εκλογές προκηρυχθούν πριν από τις 21 Φεβρουαρίου, θα πρέπει στην πρώτη κάλπη να ισχύσει η τωρινή κατανομή των εδρών και οι αλλαγές να ισχύσουν στην επαναληπτική. Με τον τρόπο αυτό, όμως, είναι πιθανό να ανακύψουν ζητήματα συνταγματικότητας που θα επιφέρουν, εκτός από αναστάτωση σε κάποιες περιοχές, πιθανώς και δικαστικές προσφυγές.
*Ο δεύτερος λόγος είναι ότι συνεργάτες του πρωθυπουργού που θεωρούνται εξπέρ στα εκλογικά και έχουν μελετήσει τα δεδομένα προηγούμενων αναμετρήσεων επιμένουν ότι τυχόν διεξαγωγή των εκλογών τους χειμερινούς μήνες μπορεί να κοστίσει στην κυβερνητική παράταξη, η οποία οικοδομεί το μεγάλο προβάδισμά της έναντι του ΣΥΡΙΖΑ χάρη στη μεγαλύτερη διείσδυση που έχει στους ψηφοφόρους μεγαλύτερων ηλικιών. Ορισμένες μετρήσεις δείχνουν ότι το 52% όσων είναι άνω των 65 ετών ψηφίζουν Ν.Δ. Οπότε, αν την ημέρα της κάλπης ενσκήψει κακοκαιρία, η αυξημένη αποχή που μπορεί να προκληθεί εξαιτίας του καιρού είναι πιθανό ότι θα πλήξει περισσότερο την κυβερνητική παράταξη.
Υπό αυτές τις συνθήκες και εφόσον γίνουν δεκτές από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη οι σχετικές εισηγήσεις συμβούλων του, το νωρίτερο που μπορεί να γίνουν οι πρώτες εκλογές είναι μεταξύ του τέλους Μαρτίου και των αρχών Απριλίου. Ιδανικά και με βάση όσα είπε τις προηγούμενες ημέρες σε επενδυτές στο Λονδίνο ο πρωθυπουργός, το Μέγαρο Μαξίμου θα ήθελε να έχει η χώρα την επόμενη κοινοβουλευτική κυβέρνησή της την περίοδο αμέσως μετά το Πάσχα, που φέτος είναι στις 16 Απριλίου. Κάτι τέτοιο, όμως, ίσως να μην είναι επιτεύξιμος στόχος επειδή προϋποθέτει η πρώτη κάλπη να στηθεί στις 5 Μαρτίου και άρα η προκήρυξη να γίνει στις αρχές Φεβρουαρίου.
Στο τραπέζι έχει πέσει και η Κυριακή 26 Μαρτίου, η επομένη δηλαδή της εθνικής επετείου, λόγω της εθνικής ανάτασης που σηματοδοτεί η μέρα αυτή και την οποία θέλει να υπογραμμίσει η κυβέρνηση επειδή επί των ημερών της η χώρα ενισχύθηκε με σύγχρονα οπλικά συστήματα για την αποτελεσματική απόκρουση της εξ Ανατολών απειλής. Σε μια τέτοια περίπτωση, η δεύτερη κάλπη το νωρίτερο που μπορεί να στηθεί είναι στις 30 Απριλίου, ημερομηνία που έχει τα υπέρ και τα κατά της, λόγω της Πρωτομαγιάς που ακολουθεί και μπορεί να προκαλέσει κύματα αποχής απ’ όσους προτιμήσουν την εξοχή αντί για τα εκλογικά τμήματα.
Οπως έχει γράψει και παλαιότερα το «ΘΕΜΑ», η Κυριακή των Βαΐων, που είναι στις 9 Απριλίου, αποτελεί την πλέον κυκλωμένη ημερομηνία στο κυβερνητικό ημερολόγιο, καθώς δίνει τη δυνατότητα μετακίνησης στους ετεροδημότες, οι οποίοι μπορεί, εν όψει του Πάσχα, να μεταβούν στους τόπους που είναι εγγεγραμμένοι, συνδυάζοντας «το τερπνόν μετά του ωφελίμου». Επειδή, όμως, είναι δύσκολο να γίνουν τότε οι δεύτερες εκλογές, διότι σε αυτή την περίπτωση η πρώτη κάλπη πρέπει να στηθεί περί τις 40 ημέρες νωρίτερα, τότε μάλλον την Κυριακή των Βαΐων θα έχουμε την πρώτη αναμέτρηση. Και σε μια τέτοια περίπτωση η επαναληπτική κάλπη θα στηθεί στις 14 ή στις 21 Μαΐου.
Η 21η Μαΐου εκτιμάται επίσης ως πολύ πιθανή ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών. Ορισμένοι θεωρούν ότι, με βάση και όσα προαναφέρθηκαν, είναι πιο πιθανό να γίνουν τότε οι δεύτερες εκλογές. Αλλοι δεν αποκλείουν, όμως, ότι εφόσον ο κ. Μητσοτάκης επιμείνει μέχρι το τέλος στη δήλωσή του ότι σκοπεύει να προκηρύξει εκλογές κοντά στην ολοκλήρωση της κυβερνητικής θητείας του, στην εορτή του Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης να πάμε πρώτη φορά στην κάλπη και οι δεύτερες εκλογές να γίνουν τον Ιούνιο. Παρόλο, πάντως, που με βάση τις συνταγματικές προβλέψεις, το απώτατο σημείο διεξαγωγής των εκλογών είναι ο… Αύγουστος, όλα μαρτυρούν ότι επικρατέστερος εκλογικός μήνας είναι ο προσεχής Απρίλιος. Ανθρωποι από το πρωθυπουργικό περιβάλλον εκτιμούν ότι «οι δημοσκοπήσεις του Φεβρουαρίου θα εμπεριέχουν το απαραίτητο δέλεαρ που θα πείσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη να πατήσει το κουμπί».
Το crash test Μητσοτάκη – Τσίπρα
«Στις δίδυμες αυτές κάλπες θα έχουμε μια αξιοπρόσεκτη ιδιαιτερότητα», επισημαίνει συνεργάτης του πρωθυπουργού, εξηγώντας: «Είναι η πρώτη φορά μετά το 1993 και η δεύτερη από τη Μεταπολίτευση που ο εν ενεργεία πρωθυπουργός θα αναμετρηθεί με εκείνον που κατείχε νωρίτερα το αξίωμα». Με άλλα λόγια, συμπληρώνει ο ίδιος, «και οι δύο διεκδικητές της κυβερνητικής εξουσίας έχουν τα πεπραγμένα τους στην άσκηση της διακυβέρνησης για τα οποία θα τους κρίνουν οι ψηφοφόροι».
Ετσι, σύμφωνα με την αντίληψη που επικρατεί στον κύκλο των συνεργατών του Κυριάκου Μητσοτάκη, «σε αντίθεση με πολλές άλλες αναμετρήσεις όπου συγκρούονταν ένας δοκιμασμένος πρωθυπουργός με έναν νέο και άφθαρτο που μπορούσε να υποσχεθεί τα πάντα, τώρα θα έχουμε δύο πρόσωπα που έχουν δώσει σαφή δείγματα γραφής για τη συνάφεια που είχαν τα προεκλογικά λόγια τους με τα μετεκλογικά έργα τους».
Υπό αυτή τη συνθήκη, στο κυβερνητικό επιτελείο πιστεύουν ότι το δίλημμα «Μητσοτάκης ή Τσίπρας» είναι καθοριστικό και θα κρίνει αποφασιστικά την έκβαση της εκλογικής μάχης, καθώς στο crash test μεταξύ των δύο η πλειονότητα της κοινής γνώμης δείχνει με σαφήνεια την προτίμησή της στο πρόσωπο του σημερινού πρωθυπουργού. «Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει θετική απήχηση σε ένα ευρύτερο ακροατήριο από εκείνο που ψηφίζει τη Νέα Δημοκρατία και είναι πολίτες με κατά βάση κεντρώα προέλευση και απόκλιση που δεν θέλουν να ακούσουν για τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ», παρατηρούν κυβερνητικά στελέχη.
Την ίδια ώρα, προσθέτουν, «η νοσταλγία για την περίοδο Τσίπρα κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα». Σε όλες τις μετρήσεις με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης στις οποίες έχει περιληφθεί ερώτημα για το πώς θα ήταν τα πράγματα στη χώρα εφόσον είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας, εκείνοι που απαντούν ότι θα ήταν καλύτερα είναι λιγότεροι από ένας στους τέσσερις και σε ποσοστά κυμαίνονται γύρω στο 22% με 23%, που είναι και ο σκληρός πυρήνας των ψηφοφόρων της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στον αντίποδα και παρά τα μεγάλα προβλήματα της ακρίβειας και της ενεργειακής κρίσης με τα οποία έρχεται αντιμέτωπη η κυβέρνηση Μητσοτάκη, οι πολίτες που την αξιολογούν θετικά είναι περισσότεροι από εκείνους που εκφράζουν πρόθεση να ψηφίσουν τη Ν.Δ.
Γι’ αυτό και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως αναφέρουν στελέχη του επιτελείου του, θέλει να αξιοποιήσει τον χρόνο που απομένει μέχρι τις εκλογές για να προβάλει το έργο που έγινε επί των ημερών του. Ο σχεδιασμός του Μεγάρου Μαξίμου προβλέπει προεκλογική καμπάνια κατά το προηγούμενο της Πάτρας, όπου ο πρωθυπουργός και πολυμελές κλιμάκιο κυβερνητικών στελεχών παρουσιάζουν τα μεγάλα έργα που έχουν ολοκληρωθεί καθώς κι εκείνα που έχουν δρομολογηθεί σε κάθε περιφέρεια. Μετά την Αχαΐα σειρά θα πάρουν λίαν προσεχώς η Αρκαδία και η Λάρισα και εν συνεχεία οι υπόλοιπες περιοχές.
Ο παράγοντας Βαρουφάκης
Από την ανάλυση των δημοσκοπήσεων που κάνουν στο κυβερνητικό επιτελείο καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι είναι απολύτως εφικτός ο στόχος της αυτοδυναμίας, με βάση τα δεδομένα από όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις. Από τα ποιοτικά, μάλιστα, στοιχεία των ερευνών τεκμαίρουν ότι μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης αναμέτρησης θα υπάρξει ένα άλμα της εκλογικής δύναμης της Ν.Δ. της τάξης των πέντε μονάδων με την προσέλκυση ψηφοφόρων οι οποίοι ενδιαφέρονται να κυβερνηθεί η χώρα.
«Δεν είναι μόνο το προβάδισμα της Ν.Δ., το οποίο κυμαίνεται μεταξύ οκτώ και δέκα μονάδων και βρίσκεται δηλαδή πολύ κοντά στη διαφορά που είχε από τον ΣΥΡΙΖΑ και το 2019 και άρα δεν απειλείται ανατροπή των συσχετισμών», σημειώνουν κυβερνητικά στελέχη. «Είναι, πολύ περισσότερο, που παρά τη λελογισμένη και αναμενόμενη φθορά που έχει υποστεί η κυβέρνηση από την άσκηση της εξουσίας έχει δημοσκοπικά ποσοστά που αν επιβεβαιωθούν στην κάλπη τη φέρνουν μια ανάσα από την αυτοδυναμία».
Σύμφωνα με όσα είπε σε συνομιλητές του στη βρετανική πρωτεύουσα ο Κυριάκος Μητσοτάκης για να τους πείσει ότι και μετά τις εκλογές στη χώρα θα υπάρχει πολιτική σταθερότητα, ο πήχης της αυτοδυναμίας κυμαίνεται στην περιοχή του 37%. Στις έξι διαφορετικές δημοσκοπήσεις που διενήργησαν πρόσφατα ισάριθμες εταιρείες μετρήσεων, όπως φαίνεται και στους πίνακες με αναλογική κατανομή των αναποφάσιστων που ετοίμασε για το «ΘΕΜΑ» ειδικός εκλογικός αναλυτής, η επίδοση της Ν.Δ. κυμαίνεται από 35% έως 36,8%.
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο επικρατεί εδραία πεποίθηση ότι θα ξεπεράσουν τον πήχη της αυτοδυναμίας «αν όχι από την πρώτη κάλπη, σίγουρα στη δεύτερη, καθώς στο ενδιάμεσο θα μπουν με τη μεγαλύτερη ένταση τα διλήμματα για την ανάγκη να υπάρξει πολιτική σταθερότητα και να κυβερνηθεί αποτελεσματικά η χώρα». Επειδή, ωστόσο, το όριο της αυτοδυναμίας δεν είναι προκαθορισμένο και εξαρτάται από δύο παράγοντες -αφενός την επίδοση του πρώτου κόμματος και αφετέρου το αθροιστικό ποσοστό που θα λάβουν τα κόμματα που θα φτάσουν στο 3% για να εκλέξουν βουλευτές-, κρίσιμο στοιχείο για την αυτοδύναμη πλειοψηφία αποτελεί η σύνθεση της επόμενης Βουλής.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που παρατηρούν με ενδιαφέρον τις επιδόσεις του έκτου κόμματος της σημερινής Βουλής, που είναι το ΜέΡΑ 25 του Γιάνη Βαρουφάκη και το οποίο σε άλλες έρευνες περνάει σχετικά άνετα το 3%, ενώ σε κάποιες άλλες μένει οριακά κάτω από το κατώφλι για την εξασφάλιση κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι πως όταν το ΜέΡΑ 25 εμφανίζεται με αυξημένη δύναμη περιορίζονται αναλόγως τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ όταν μειώνεται η δύναμή του και μένει εκτός Βουλής δυναμώνει σε ποσοστά η αξιωματική αντιπολίτευση αλλά ευνοείται και η κυβερνητική παράταξη που κερδίζει τρεις έως τέσσερις έδρες επιπλέον ακόμη και αν τα ποσοστά της παραμείνουν ίδια.
Ωθηση από την απόδοση των μέτρων
Στην κυβέρνηση πιστεύουν ότι το προσεχές διάστημα θα φυσήξει ούριος άνεμος στα πανιά τους, καθώς προδιαγράφονται ευνοϊκές εξελίξεις τόσο στο μακροοικονομικό πεδίο, με τις καλύτερες του αναμενομένου επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, όσο και σε μικροοικονομικό επίπεδο, με τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την προστασία και την ενίσχυση των εισοδημάτων των νοικοκυριών, με έμφαση στους πλέον ευάλωτους, αλλά και επιχειρήσεων.
Η εφαρμογή του «καλαθιού του νοικοκυριού», που φαίνεται να αποδίδει στη συγκράτηση των τιμών βασικών καταναλωτικών αγαθών, η πρώτη έπειτα από 12 χρόνια αύξηση στις συντάξεις που θα δοθεί αναδρομικά από την 1η του νέου έτους στο τέλος Ιανουαρίου αλλά και η «επιταγή ακρίβειας» των 250 ευρώ για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα πριν από τα Χριστούγεννα εκτιμάται ότι θα τονώσουν όχι μόνον την οικονομία αλλά και τα… ποσοστά της κυβερνητικής παράταξης. Ο πρωθυπουργός δεν κρύβει την αισιοδοξία του και γι’ αυτό την περασμένη Παρασκευή, οπότε συναντήθηκε με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, χωρίς να κρύψει τις δυσκολίες που έρχονται από τον διεθνή ορίζοντα, αναφέρθηκε σε καλά νέα από την ελληνική οικονομία. Είπε ότι «εξακολουθεί να αποδίδει πολύ καλύτερα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές με έναν ρυθμό ανάπτυξης ο οποίος θα πλησιάσει το 6% για το 2022».
Ταυτόχρονα επεσήμανε το ρεκόρ επενδύσεων, ξένων αλλά και εγχώριων, που καταγράφονται στη χώρα με μεγάλη έμφαση στην καινοτομία και στην εξωστρέφεια. Συμπλήρωσε ότι η ανεργία εξακολουθεί να αποκλιμακώνεται και, μεταφέροντας όσα αποκόμισε από την πρόσφατη επαφή του με οικονομικούς παράγοντες στο Λονδίνο, ανέφερε ότι «η γενικότερη εικόνα, η οποία υπάρχει στο εξωτερικό, είναι ότι η Ελλάδα είναι ένας ασφαλής και ελκυστικός επενδυτικός προορισμός, όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, αλλά και μακροπρόθεσμα».
Στη συνάντηση, εξάλλου, με την Κατερίνα Σακελλαροπούλου εξέφρασε και την έντονη ενόχλησή του για τη στάση των τραπεζών που αρνούνται επιδεικτικά να απορροφήσουν ένα μέρος από το επιπλέον κόστος για τους δανειολήπτες που επιφέρει η αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η κυβέρνηση έχει ζητήσει και θα επιμείνει να επιμεριστεί ένα μέρος των αυξήσεων στις τράπεζες, περιορίζοντας τα κέρδη τους, και απορρίπτει την απαίτηση των εκπροσώπων του πιστωτικού κλάδου να πληρώσει τα βάρη ο Προϋπολογισμός, δηλαδή ο Ελληνας φορολογούμενος.
Γρηγόρης Τζιοβάρας
Πηγή: http://www.protothema.gr