Ο σατανάς τελικά κυριεύει τις ψυχές των ανθρώπων.
Πρόκειται για μια πολύ γνωστή ιστορία. Μια ιστορία αληθινή και καταστάσεις και γεγονότα που ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει. Είναι η ιστορία της Sylvia Likens
Όλα ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1965 .Οι γονείς της 16χρονης Sylvia και της ανάπηρης λόγω πολιομυελίτιδας 15χρονης αδερφής της Jenny ,έπρεπε να λείψουν κάποιο διάστημα για περιοδεία με το θίασο με τον οποίο εργάζονταν. Έτσι έδωσαν τις κόρες τους στην Gertrude Baniszewski υπό το ποσό των 20 δολαρίων τη βδομάδα να τις προσέχει.
Η Gertrude Baniszewski ήταν μια άγνωστη προς τους γονείς γυναίκα. Ήταν 37 χρονών, με χρόνιο άσθμα, διαλυμένους γάμους, 13 εγκυμοσύνες και 6 αποβολές. Είχε 7 παιδιά ενώ ζούσε με λεφτά που έπαιρνε σιδερώνοντας ρούχα ή κάνοντας baby sitting. Γι’ αυτό ,λοιπόν, πρότεινε και στους γονείς της Sylvia να προσέχει τα δυο κορίτσια.
Ο πατέρας πριν φύγει, παρότρυνε στην Gertrude να φέρεται αυστηρά στα κορίτσια όποτε χρειαζόταν, καθώς ήταν κάπως ατίθασα. Ο ίδιος όμως δεν έλεγξε καθόλου το χώρο του σπιτιού, το χώρο στον οποίο θα άφηνε τις κόρες του, δηλώνοντας πως δεν ήθελε να φανεί αδιάκριτος. Και όμως, αν έμπαινε στον κόπο να κοιτάξει θα έβλεπε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η οικογένεια αυτή. Δεν υπήρχε καθόλου σόμπα στο σπίτι, τα κρεβάτια ήταν λιγοστά και δεν αρκούσαν για όλα τα μέλη, στην κουζίνα υπήρχε μόνο ένας φούρνος ίσα ίσα για να ζεσταίνετε το φαγητό, ενώ δεν υπήρχαν ούτε καν κουτάλια για να τρώει η οικογένεια. Υπήρχαν μόνο 3 τα οποία και αναγκάζονταν να μοιράζονται.
Η πρώτη εβδομάδα στο σπίτι της οικογένειας κύλησε αρκετά ομαλά.Τα δύο κορίτσια γνώρισαν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, ενώ άρχισαν να προσαρμόζονται στο νέο τους σχολείο.
Τη δεύτερη βδομάδα όμως θα αλλάξουν ανατρεπτικά τα πράγματα, καθώς η επιταγή του πατέρα των δυο κοριτσιών, με τα λεφτά δεν είχε έρθει. Η Gertrude έξαλλη ανάγκασε τα δύο κορίτσια να ξαπλώσουν σε ένα κρεβάτι με γυμνά τα οπίσθια τους για να μπορέσει να τις χτυπήσει με ξύλινη βέργα. Η πληρωμή των γονιών της έφτασε την επόμενη μέρα.
Στις επόμενες μέρες η Gertrude είχε ήδη αρχίσει να επικεντρώνεται στην Sylvia. Τα κορίτσια ξυλοφορτώθηκαν για ακόμα 2 φορές. Υποπτευόταν ότι η Sylvia παρέσυρε και τα άλλα παιδιά να κλέβουν μικροαντικείμενα απ’ το σχολείο..
Μια Κυριακή η μια κόρη της Gertrude κατηγόρησε την Sylvia ότι έτρωγε στο κυριακάτικο τραπέζι σαν γουρούνι. Για να πάρει το μάθημά της ,λοιπόν, η Gertrude την ανάγκασε να φάει ένα λουκάνικο γεμισμένο με ακαθαρσίες. Αφού τα έφαγε για να τιμωρηθεί για την ανάρμοστη συμπεριφορά της ,έκανε εμετό, τον οποίο και μετά αναγκάστηκε να φάει ειδάλλως η Gertrude θα την χτυπούσε.
Η Gertrude είχε πείσει τα κορίτσια ότι όλες αυτές οι τιμωρίες γίνονταν για να πάρουν το μάθημά τους και πως δικαίως τιμωρούνται λόγο των κακών τους πράξεων. Τα κορίτσια πείθονταν πως η Gertrude είχε δίκιο, σε σημείο που δεν είπαν τίποτα στους γονείς τους όταν ήρθαν να τις επισκεφτούν.
Με τον καιρό η Gertrude διέδιδε διάφορες κακές φήμες για τη Sylvia στη γειτονία, με αποτέλεσμα να τα ενθαρρύνει να χτυπούν την Sylvia. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν όταν η Gertrude είπε σε ένα κοριτσάκι πως η Sylvia είπε τη μαμά της πόρνη. Μετά από αυτό η κοπέλα την χτύπησε με μανία στην κοιλιά. Εντωμεταξύ η Paula, η μεγαλύτερη κόρη όπως είπαμε και πριν, συνήθιζε να χτυπάει την Sylvia με ότι αντικείμενο έβρισκε μπροστά της.
Με διάφορες παραπληροφορήσεις και διάφορες απόπειρες της Gertrude να πείσει την Sylvia ότι έκλεβε πράγματα και ότι δημιουργούσε προβλήματα, η Sylvia κακοποιούταν συνεχώς. Η Gertrude την κλωτσούσε, την έκαιγε με σπίρτα στα δάχτυλα, την χτυπούσε με ζώνη, έσβηνε τσιγάρα πάνω στο κορμί της κλπ.
Η Sylvia εξαιτίας όλης αυτής της απάνθρωπης συμπεριφοράς, εξαιτίας όλων αυτών των βασανισμών που αναγκάζονταν να υποκύπτει, και εξαιτίας αυτής της ψυχολογικής πίεσης ούρησε στο κρεβάτι της. Αυτό το γεγονός εξόργισε την Gertrude , η οποία και έδωσε εντολή να κλειδώσουν την στο κελάρι, απαγορεύοντας τη χρήση του μπάνιου. Ώθησε τους βασανιστές να την “καθαρίσουν” από τη βρωμιά της και για αυτό καθιερώθηκε να γεμίζουν την μπανιέρα με βραστό νερό και να την βάζουν μέσα με τη βία, ενώ η Paula της έτριβε της πληγές με αλάτι.
Στο κελάρι η Sylvia ήταν γυμνή και νηστική. Εκεί πήγαιναν σε καθημερινή βάση παιδιά της γειτονιάς και την χτυπούσαν , την έκαιγαν και την ανάγκαζαν να ανεβαίνει τις σκάλες του υπογείου με σκοπό να την ξαναρίξουν πάλι κάτω.
Η Gertrude δεν είχε ξεπεράσει τις τότε φήμες που είχε διαδώσει η Sylvia για την κόρη της την Paula. Έτσι λοιπόν της είπε, ” όπως στιγμάτισες εσύ τις κόρες μου έτσι θα σε στιγματίσω κι εγώ”. Με τη βοήθεια κάποιου αγοριού της γειτονιάς την φίμωσαν και την ξεγύμνωσαν. Έκαψαν μια βελόνα και χάραξαν στην κοιλιά της I’m prostitute and proud of it.
Τότε η Gertrude κορόιδεψε τη Sylvia λέγοντας της: “Τώρα πια δεν μπορείς να παντρευτείς .Τι θα κάνεις τώρα?”. Μετά από αυτό το μαρτύριο την ξανακατέβασαν στο υπόγειο και η Sylvia έγινε για ακόμη μια φορά το αντικείμενο προπόνησης του Hubbard, του αγοριού της Stephanie, χτυπώντας τη ανελέητα. Το ίδιο βράδυ όταν η Jenny κατέβηκε να δει τη Sylvia εκείνη της είπε: “Θα πεθάνω. Το καταλαβαίνω πια.”
Η Gertrude και η Paula την ανάγκασαν να γράψει ένα γραμμα στους γονείς της το οποίο μετά το θάνατο της το παρέδωσαν στους αστυνομικούς λέγοντας πως το κορίτσι έφυγε από το σπίτι κι είχε αφήσει αυτό το γραμμα:
«Προς τον κύριο και την κυρία Likens
Τη νύχτα ακολούθησα μια συμμορία αγοριών. Είπαν ότι θα με πλήρωναν αν τους έδινα κάτι, έτσι μπήκα στο αυτοκίνητο και όλοι πήραν αυτό που ήθελαν … και όταν τελείωσαν, με χτύπησαν γεμίζοντας με πληγές και σημάδια όλο μου το σώμα. Επίσης έγραψαν στην κοιλιά μου τη φράση, «είμαι πόρνη και περήφανη γι’ αυτό».
΄Εκανα τα πάντα για να εξοργίζω την Gertrude και κόστισα στην Gertrude περισσότερα χρήματα απ’ όσα έχει. ΄Εσκισα ένα στρώμα και ούρησα πάνω του. Επίσης στοίχισα στην Gertrude χρήματα για γιατρούς τα οποία δεν μπορεί να πληρώσει κι εξόργιζα συνεχώς την Gertrude και όλα τα παιδιά…»
Η Sylvia σε μια απ’ τις ελάχιστες προσπάθειες της να ξεφύγει έτρεξε προς την πόρτα αλλά όντας αδύναμη την πρόλαβε η Gertrude και την χτύπησε πολλές φορές στην κοιλιά. Ωστόσο δεν ήθελε να την αφήσει να πεθάνει στο σπίτι της και γι’ αυτό την έδωσε να φάει ένα τοστ. Η Sylvia δεν μπορούσε να καταπιεί και η Gertrude άρχισε να χτυπάει με ένα κουρτινόξυλο το κορίτσι στο στόμα.
Η τελευταία μέρα της Sylvia ήταν ένα πρωί ,όταν την ανέβασαν επάνω για το μπάνιο της. Όταν ο Ricky, ένας από τους γιους, κι η Stephanie έβγαλαν την Sylvia από τη μπανιέρα αντιλήφθηκαν ότι εκείνη δεν ανέπνεε πια.
Τότε η Gertrude έστειλε τον Ricky σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο να καλέσει την αστυνομία θεωρώντας ότι το μόνο που είχε να κάνει ήταν να δώσει εκείνο το γράμμα που είχαν αναγκάσει το κορίτσι να γράψει στους αστυνομικούς. Πριν προλάβει, ωστόσο, ο αστυνομικός να διαβάσει το γράμμα αυτό η μικρή Jenny, η αδερφή της Sylvia, τον πλησίασε τρομοκρατημένη και του ψιθύρισε: “Πάρτε με από εδώ και θα σας τα πω όλα”.
Η Gertrude Baniszewski ποτέ δεν παραδέχτηκε τις πράξεις της. Έπειτα από άσκηση έφεσης καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Η Paula , καταδικάστηκε και αυτή σε ισόβια με την κατηγορία φόνου δευτέρου βαθμού. Τα τρία αγόρια ,καταδικάστηκαν με ποινές φυλάκισης από δυο έως 29 χρόνια, με την κατηγόρια της ανθρωποκτονίας εξ’αμελείας. Δυο χρόνια αργότερα αποφυλακίστηκαν και τα τρία.
Τo 1971 η Paula και η Gertrude Baniszewski ξαναδικάστηκαν και η ποινή της Paula μειώθηκε και δυο χρόνια αργότερα αποφυλακίστηκε. Η Gertrude Baniszewski παρέμεινε στη φυλακή μέχρι και το 1985 όπου αποφυλακίστηκε λόγω καλής διαγωγής. Πέντε χρόνια αργότερα πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα.
Ειλικρινά πρέπει να έχεις πολύ γερά νεύρα για να δεις την ταινία. όμως αξίζει τον κόπο να αντιληφθείς το μέγεθος κακοποίησης που μπορεί να υπάρξει επάνω σ’ ένα αθώο πλάσμα…