Σημεία από τη συνέντευξη του Διονύση-Χαράλαμπου Καλαματιανού, Βουλευτή Ηλείας, Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου και Τομεάρχη Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, στη «GOV News Weekly».
Για την αδυναμία πολλών πολιτών να ανταποκριθούν σε βασικές τους ανάγκες, εξαιτίας της ακρίβειας και της αισχροκέρδειας, τόνισε:
«Εδώ και τουλάχιστον 3 χρόνια, η χώρα βρίσκεται στη δίνη της ακρίβειας και της αισχροκέρδειας. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις στενάζουν κυριολεκτικά, αδυνατώντας να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Την ίδια στιγμή συσσωρεύονται και χρέη. Η Ελλάδα φτωχοποιείται, ενώ μετρήσεις καταδεικνύουν πως η χώρα μας είναι προτελευταία στην αγοραστική δύναμη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τελευταία τη Βουλγαρία.
Εμείς πιστεύουμε πως αυτή η κατάσταση έχει δημιουργηθεί κυρίως από την αδιαφορία της κυβέρνησης να λάβει τα απαραίτητα μέτρα που μπορούν να προστατέψουν την κοινωνική πλειοψηφία από τις ανεξέλεγκτες ανατιμήσεις στα βασικά είδη διατροφής, στην ενέργεια και στα καύσιμα. Παράλληλα, η κυβέρνηση προσπαθώντας να αποπροσανατολίσει, ισχυρίζεται ότι η ακρίβεια είναι εισαγόμενη. Δεν είναι όμως έτσι. Με δική της ευθύνη έχει επιτρέψει στα καρτέλ να δρουν ανεξέλεγκτα και να αισχροκερδούν, όταν την ίδια στιγμή οι δυσθεώρητοι έμμεσοι φόροι απομυζούν τα εισοδήματα των πολιτών.»
Σχετικά με το πως μπορούν να αντιμετωπιστούν οι ακραίες ανατιμήσεις και να ενισχυθεί η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, σημείωσε:
«Προφανώς, ουσιαστικές λύσεις υπάρχουν. Εμείς, μεταξύ άλλων, προτείνουμε: πλαφόν στα περιθώρια κέρδους στην ηλεκτρική ενέργεια και στη διύλιση και την εμπορία καυσίμων, μείωση των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ και ΕΦΚ), μηχανισμούς ελέγχου και επιβολής προστίμων στους κερδοσκόπους, μείωση του αγροτικού και κτηνοτροφικού κόστους, πλαφόν κερδών για τα τρόφιμα και τα βιομηχανικά αγαθά ευρείας χρήσης, αφορολόγητο για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ. Υπάρχει ο τρόπος για να ανασάνει η ελληνική κοινωνία από τον βραχνά της ακρίβειας και της αισχροκέρδειας, όμως η κυβέρνηση αρνείται να ανταποκριθεί. Οι πολίτες στις ευρωεκλογές έχουν τη δυνατότητα να στείλουν το ηχηρό μήνυμά τους σε μία κυβέρνηση που συμπεριφέρεται με έπαρση και αλαζονεία και αποδεικνύει συνεχώς ότι ενδιαφέρεται για την κερδοφορία των οικονομικών ελίτ, ενώ αδιαφορεί για τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας.»
Για την κατάσταση που επικρατεί στο ΕΣΥ και την ανάγκη ενίσχυσής του, επισήμανε:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η υγεία αποτελεί δημόσιο και κοινωνικό αγαθό. Στη ίδια λογική, τεράστιας σπουδαιότητας είναι η διαχρονική ύπαρξη ενός ισχυρού ΕΣΥ, κάτι που αποδείχτηκε και στην περίοδο της πανδημίας. Παρ’ όλα αυτά, η σημερινή κυβέρνηση, έχει βαλθεί εδώ και 5 χρόνια, συνεχώς να υπονομεύει και να υποβαθμίζει το δημόσιο σύστημα υγείας. Πρακτικά, αυτό που επιδιώκει είναι να προχωρήσει στην πλήρη ιδιωτικοποίησή του.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε πολλά προβλήματα στην υγεία. Το 2015 παρέλαβε τη χώρα σε κατάσταση πτώχευσης, εν μέσω μνημονίων και δημοσιονομικών περιορισμών. Παρ’ όλα αυτά, έδωσε πρόσβαση σε 2,5 εκατ. πολίτες στα δημόσια νοσοκομεία, διέγραψε οφειλές που είχαν δημιουργηθεί από τη νοσηλεία τους, ενίσχυσε με 19.000 προσλήψεις τη δημόσια υγεία και αύξησε τον αριθμό των ΜΕΘ, διασφαλίζοντας την αξιοπρεπή λειτουργία των Νοσηλευτικών Μονάδων. Σήμερα, που δεν υπάρχουν μνημόνια και περιορισμοί, η κυβέρνηση της ΝΔ στηρίζει το δημόσιο σύστημα υγείας; Προφανώς όχι.
Η δική μας πρόταση περιλαμβάνει: αποκατάσταση του δημόσιου χαρακτήρα του ΕΣΥ, μονιμοποίηση των συμβασιούχων, 15.000 στοχευμένες προσλήψεις, μισθολογική αναβάθμιση των γιατρών και των υπόλοιπων εργαζομένων του ΕΣΥ, ενίσχυση των προϋπολογισμών του ΕΣΥ και του ΕΟΠΥΥ, μείωση της συμμετοχής στο κόστος φαρμάκων.
Οι πόροι υπάρχουν και μπορούν να γίνουν όλα αυτά. Είναι, όμως, θέμα προτεραιοτήτων. Όταν η κυβέρνηση μειώνει τον φόρο στις χρηματιστηριακές συναλλαγές και στη συγκέντρωση κεφαλαίου, όταν δίνει 10 δισ. ευρώ με απευθείας αναθέσεις και κλειστούς διαγωνισμούς, όταν η χώρα μας έχει τη μικρότερη φορολογία στην Ε.Ε. στον φόρο μερισμάτων, τότε υπάρχουν πόροι και δημοσιονομικές δυνατότητες. Για το ΕΣΥ, όμως, ασφυκτικά πλαίσια, ελλείψεις και υποστελέχωση. Όπως είπαμε, πρόκειται ξεκάθαρα για ζήτημα προτεραιοτήτων και η δημόσια υγεία δεν ανήκει σε αυτές της κυβέρνησης.»